- ἐπιδείκνυμαι
- ἐπιδείκνυμιexhibit as a specimenpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντεπιδεικνύω — (Α ἀντεπιδείκνυμι και ύω) κάνω επίδειξη για να συγκριθεί με την επίδειξη κάποιου άλλου αρχ. 1. δείχνω κάποιον σε σύγκριση με άλλον 2. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 3. φρ. «ἐπιδείκνυμαι καλόν τι» παρουσιάζω την ωραία όψη ενός πράγματος σε συναγωνισμό… … Dictionary of Greek